χουλιαρίζω

χουλιαρίζω
Ν [χουλιάρι]
1. τρώω γρήγορα με το χουλιάρι, κατεβάζω χουλιαριές, καταβροχθίζω
2. μτφ. είμαι ανακατωσούρης, ανακατεύω, ραδιουργώ, συκοφαντώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χουλιαρίζω — 1. τρώω με χουλιάρι. 2. κακολογώ, είμαι κουτσομπόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”